ετερόρρυθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόρρυθμος η ετερόρρυθμη το ετερόρρυθμο
      γενική του ετερόρρυθμου της ετερόρρυθμης του ετερόρρυθμου
    αιτιατική τον ετερόρρυθμο την ετερόρρυθμη το ετερόρρυθμο
     κλητική ετερόρρυθμε ετερόρρυθμη ετερόρρυθμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόρρυθμοι οι ετερόρρυθμες τα ετερόρρυθμα
      γενική των ετερόρρυθμων των ετερόρρυθμων των ετερόρρυθμων
    αιτιατική τους ετερόρρυθμους τις ετερόρρυθμες τα ετερόρρυθμα
     κλητική ετερόρρυθμοι ετερόρρυθμες ετερόρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόρρυθμος < ετερό- + ρυθμός (ρυθμός με ρρ. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή ἑτερόρρυθμος (με άλλο σφυγμό[1] < αρχαία ελληνική ἕτερος + ῥυθμός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɾi.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ετερόρρυθμος

Επίθετο

ετερόρρυθμος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.