Διονύσια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Διονύσιᾰ |
| γενική | τῶν | Διονυσίων |
| δοτική | τοῖς | Διονυσίοις |
| αιτιατική | τὰ | Διονύσιᾰ |
| κλητική ὦ! | Διονύσιᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Διονύσια < Διόνυσος
Επίθετο
Διονύσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
-
Διονύσια στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.