Διονύσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Διονύσιος | οι | Διονύσιοι |
| γενική | του | Διονυσίου | των | Διονυσίων |
| αιτιατική | τον | Διονύσιο | τους | Διονυσίους |
| κλητική | Διονύσιε | Διονύσιοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯oˈni.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Διο‐νύ‐σι‐ος
Συγγενικά
- Διονυσάκης
- Νιόνιος
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Διονύσιος' στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Διονύσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.