Βόρεια Θάλασσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βόρεια Θάλασσα | ||
| γενική | της | Βόρειας Θάλασσας | ||
| αιτιατική | τη | Βόρεια Θάλασσα | ||
| κλητική | Βόρεια Θάλασσα | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvo.ɾi.a ˈθa.la.sa/
Κύριο όνομα
Βόρεια Θάλασσα θηλυκό
- θάλασσα μεταξύ Βρετανίας, Σκανδιναβίας και βόρειας Ευρώπης
- ※ Η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα της Βόρειας Θάλασσας κατέγραψε νέα μείωση το περασμένο έτος. (Η Βόρεια Θάλασσα στο επίκεντρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας, Ναυτικά Χρονικά, 15 Ιανουαρίου 2019)
Μεταφράσεις
Βόρεια Θάλασσα
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.