Βόρεια Θάλασσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βόρεια Θάλασσα
      γενική της Βόρειας Θάλασσας
    αιτιατική τη Βόρεια Θάλασσα
     κλητική Βόρεια Θάλασσα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βόρεια Θάλασσα < αγγλική North Sea[1],  δείτε τις λέξεις βόρειος και θάλασσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvo.ɾi.a ˈθa.la.sa/

Κύριο όνομα

Βόρεια Θάλασσα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.