Δανέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δανέζα οι Δανέζες
      γενική της Δανέζας
    αιτιατική τη Δανέζα τις Δανέζες
     κλητική Δανέζα Δανέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δανέζα < Δαν(ός) + -έζα

Ουσιαστικό

Δανέζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.