Achaean

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

Achaean < λατινική Achaeus (Έλληνας) < αρχαία ελληνική Ἀχαιός (Αχαιός). Η ονομασία «Αχαιοί» χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως εθνωνύμιο για όλους τους Έλληνες, αλλά αργότερα εφαρμόστηκε στις πιο σημαντικές φυλές της ανατολικής Πελοποννήσου και τελικά περιορίστηκε, μετά την Κάθοδο των Δωριέων, στους κατοίκους του Κορινθιακού κόλπου στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε: Achaea + -an. (το επίθετο μαρτυρείται από το 1567, ενώ το κύριο όνομα από το 1607)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /əˈkiːən/

Επίθετο

Achaean (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι

  • Achaean League

Κύριο όνομα

      ενικός         πληθυντικός  
Achaean Achaeans

Achaean (en)

Αναφορές

  1. Achaean - The Century Dictionary Online
  2. Achaean - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.