Άραβες

Νέα ελληνικά (el)

Κύριο όνομα

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Άραβες
      γενική των Αράβων
    αιτιατική τους Άραβες
     κλητική Άραβες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άραβες αρσενικό πληθυντικός

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Άραβες αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.