punch
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| punch | punches |
punch (en)
- η μπουνιά, η γροθιά, το χτύπημα με τη γροθιά
- ↪ He knocked out his opponent with one punch.
- Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.
- ↪ He knocked out his opponent with one punch.
- (μη μετρήσιμο) η πυγμή, η ισχύς, η δύναμη
- (εργαλείο) το περφορατέρ, ο ζουμπάς, το διατρητικό εργαλείο
- ↪ a single hole punch - περφορατέρ 1 οπής
- ↪ a two-hole punch with a guide - περφορατέρ με οδηγό 2 οπών
Ρήμα
| ενεστώτας | punch |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | punches |
| αόριστος | punched |
| παθητική μετοχή | punched |
| ενεργητική μετοχή | punching |
punch (en)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.