περφορατέρ
Νέα ελληνικά (el)

Ένα κλασικό, κανονικού μεγέθους, περφορατέρ
Ετυμολογία
- περφορατέρ < γαλλική perforateur
Ουσιαστικό
περφορατέρ ουδέτερο άκλιτο
- εργαλείο γραφείου που χρησιμοποιείται για την δημιουργία τρυπών σε φύλλο χαρτί, ώστε να μπει σε κλασέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.