ζουμπάς
Νέα ελληνικά (el)

Ένα είδος ζουμπά (1) σε διάφορα μεγέθη
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζουμπάς | οι | ζουμπάδες |
| γενική | του | ζουμπά | των | ζουμπάδων |
| αιτιατική | τον | ζουμπά | τους | ζουμπάδες |
| κλητική | ζουμπά | ζουμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζουμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική zımba < περσική سمبه (sumba) [1]
Αναφορές
- Sevan Nişanyan, Sözlerin Soyağacı - Çağdaş Türkçenin Etimolojik Sözlüğü
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.