malus

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

malus (fr) αρσενικό άκλιτο

Αντώνυμα



Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

malus < αρχαία ελληνική μᾶλον / μῆλον

Ουσιαστικό 1

malus (la) θηλυκό

Σύνθετα

  • malus granata
  • malus domestica

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική malus malī
γενική malī malōrum
δοτική malō malīs
αιτιατική malum malōs
κλητική male malī
αφαιρετική malō malīs
(β' κλίση)

Ετυμολογία 2

malus < αρχαία ελληνικά μακρός

Ουσιαστικό 2

malus (la) αρσενικό

  1. κατάρτι
  2. κεραία

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική malus malī
γενική malī malōrum
δοτική malō malīs
αιτιατική malum malōs
κλητική male malī
αφαιρετική malō malīs
(β' κλίση)

Ετυμολογία 3

malus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel-, συγγενές: (αρχαία ελληνική) μέλας

Επίθετο

malus, -a, -um

  1. κακός
  2. κακοήθης
  3. φαύλος
  4. πονηρός
  5. ανάξιος
  6. δύσμορφος
  7. δυστυχής
  8. ολέθριος
  9. άκαρπος
  10. απαίσιος
  11. ψευδής
  12. κακότροπος

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • carmen malum
  • male
  • maledico
  • malefacio
  • malum in se


Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική malus mala malum malī malae mala
γενική malī malae malī malōrum malārum malōrum
δοτική malō malae malō malīs malīs malīs
αιτιατική malum malam malum malōs malās mala
κλητική male mala malum malī malae mala
αφαιρετική malō malā malō malīs malīs malīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
malus-a-um
peior-peior-peius
peius
pessime

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.