ολέθριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολέθριος η ολέθρια το ολέθριο
      γενική του ολέθριου της ολέθριας του ολέθριου
    αιτιατική τον ολέθριο την ολέθρια το ολέθριο
     κλητική ολέθριε ολέθρια ολέθριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολέθριοι οι ολέθριες τα ολέθρια
      γενική των ολέθριων των ολέθριων των ολέθριων
    αιτιατική τους ολέθριους τις ολέθριες τα ολέθρια
     κλητική ολέθριοι ολέθριες ολέθρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολέθριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλέθριος < ὄλλυμι < ὀλύω

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈle.θɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολέθριος

Επίθετο

ολέθριος, -α, -ο

  • που φέρνει τον όλεθρο, που προκαλεί τεράστιες απώλειες, που είναι πολύ καταστρεπτικός
    αυτό ήταν ολέθριο λάθος
    διερευνάται μήπως τα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα έχουν ολέθριες επιπτώσεις στο οικοσύστημα
    δυστυχώς, διαμορφώθηκαν ολέθριες συνθήκες

Συγγενικά

αρχαία ελληνικά:

  • ὀλοός (φονικός)
  • ὀλετήρ (φονιάς)
  • ὀλεσήνωρ (εκείνος που σκοτώνει ανθρώπους)

 και δείτε τη λέξη ὄλλυμι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.