logging

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
logging loggings

logging (en)

  1. η υλοτομία
     συνώνυμα: lumbering
  2. η καταγραφή, γεγονότος σε ημερολόγιο (log)
  3. ημερολογιακή καταγραφή
  4. (πληροφορική) εγγραφή σημαντικού συμβάντος λειτουργικού συστήματος ή προγράμματος σε ειδικό αρχείο (log file)

Ρηματικός τύπος

logging (en)

  • logging στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.