logbook

Αγγλικά (en)=

      ενικός         πληθυντικός  
logbook logbooks
Ημερολόγιο πλοίου το 1915

Ετυμολογία

logbook < log + book

Ουσιαστικό

logbook (en) ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) ημερολόγιο καταγραφής σημαντικών συμβάντων σε αεροπλάνο ή πλοίο. Στα πλοία λέγεται και ημερολόγιο γέφυρας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.