cut down
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | cut down |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cuts down |
| αόριστος | cut down |
| παθητική μετοχή | cut down |
| ενεργητική μετοχή | cutting down |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌkʌt ˈdaʊn/
- ⓘ
Ρήμα
cut down (en)
- (μεταβατικό) κατεβάζω κάτι κάτω με κόψιμο, αποκόπτω, κόβω
- ↪ The workers cut down trees in order to have some more space.
- Οι εργάτες έκοψαν δέντρα για να υπάρχει περισσότερος χώρος.
- ↪ The workers cut down trees in order to have some more space.
- (ιδιωματισμός, μεταβατικό) μειώνω, προσβάλλω, υποτιμώ
- (ιδιωματισμός, αμετάβατο, ακολουθείται από την πρόθεση «on») ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, περιορίζω την ποσότητα από κάτι
- ↪ You should cut down on sugar if you want to lose weight.
- Θα πρέπει να περιορίσεις την ποσότητα ζάχαρης εάν θέλεις να χάσεις κιλά.
- ↪ You should cut down on sugar if you want to lose weight.
- (ιδιωματισμός, παρωχημένο) σφάζω
Πηγές
- cut down - Cambridge Dictionary online
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.