journal

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

journal < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /dʒɜː.nəl/

Ουσιαστικό

journal (en)

  1. το ημερολόγιο (ενός ανθρώπου, ενός πλοίου κλπ)
  2. εφημερίδα ή περιοδικό με ειδικό θέμα



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

journal < λατινική diurnalis (< diurnus < dies)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʒuʁ.nal/
 

Επίθετο

journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux), θηλυκό: journale (πληθυντικός journales)

Ουσιαστικό

journal (fr) αρσενικό (πληθυντικός journaux)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.