harangue

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

harangue < γαλλική harangue (περίπου από το 1600)

Ουσιαστικό

harangue (en)

  1. ο εξάψαλμος, η μακρόχρονη έντονη προφορική επίθεση
  2. η εκτεταμένη σφοδρή δημόσια ομιλία, η αγόρευση

Συνώνυμα

Ρήμα

harangue (en)

  1. ψάλλω τον εξάψαλμο σε κάποιον
  2. μιλώ εκτενώς σε δημόσιο χώρο με πάθος και ένταση

Συνώνυμα



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

harangue < ιταλική aringa, στα σημερινά ιταλικά arringa («δημόσιος λόγος»), που έδωσε επίσης το αρχαίο προβηγκιακό arengua και το καταλανικό arenga (με την ίδια έννοια). Μάλλον φτιάχτηκε από το ar(r)ingo («αρένα», «δημόσιος χώρος, χώρος συγκεντρώσεων»), που φτιάχτηκε κι αυτό, με ένα ενδιάμεσο "a", από το γοτθικό *hriggs (που προφέρεται *hrings) που ταιριάζει με το αρχαίο δημώδες φραγκικό hringκύκλος, δακτύλιος»). Δείτε και το gringue για μια λέξη με την ίδια ρίζα, ή το ring, μέσω της αγγλικής.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
harangue harangues

harangue (fr) θηλυκό

  1. λόγος μπροστά στο κοινό, σε έναν πρίγκιπα ή άλλο σημαντικό πρόσωπο
    Prononcer une harangue.
    Harangue séditieuse.
    La tribune aux harangues.
  2. (οικείο) βγάζω ανιαρό λόγο ή μεγάλη επίπληξη
    Il leur a fait une longue harangue là- dessus.
    Il s’est engagé dans une interminable harangue.
  3. η προσφώνηση

Συνώνυμα

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.