tirade
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tirade | tirades |
Ουσιαστικό
tirade (fr) θηλυκό
- μέρος ενός κειμένου, σχετικό με μια ορισμένη ιδέα, που εμφανίζεται πολλές φορές
- (ειδικότερα) (θέατρο) ο μονόλογος
- (με αρνητική έννοια) κοινοτυπίες χωρίς σχέση με το θέμα ενός βιβλίου ή ενός λόγου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.