tirade

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
tirade tirades

Ουσιαστικό

tirade (fr) θηλυκό

  1. μέρος ενός κειμένου, σχετικό με μια ορισμένη ιδέα, που εμφανίζεται πολλές φορές
  2. (ειδικότερα) (θέατρο) ο μονόλογος
  3. (με αρνητική έννοια) κοινοτυπίες χωρίς σχέση με το θέμα ενός βιβλίου ή ενός λόγου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.