legacy-free
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
legacy-free (en)
- (υλικό υπολογιστή) υπολογιστής (συνήθως μικρός, όπως ένα PC) που δεν έχει εξαρτήματα παλιάς τεχνολογίας (πχ. δισκέτα), δηλαδή δεν είναι προς τα πίσω συμβατός (backward compatible)
-
Legacy-free PC στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.