υποδουλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδουλωμένος η υποδουλωμένη το υποδουλωμένο
      γενική του υποδουλωμένου της υποδουλωμένης του υποδουλωμένου
    αιτιατική τον υποδουλωμένο την υποδουλωμένη το υποδουλωμένο
     κλητική υποδουλωμένε υποδουλωμένη υποδουλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδουλωμένοι οι υποδουλωμένες τα υποδουλωμένα
      γενική των υποδουλωμένων των υποδουλωμένων των υποδουλωμένων
    αιτιατική τους υποδουλωμένους τις υποδουλωμένες τα υποδουλωμένα
     κλητική υποδουλωμένοι υποδουλωμένες υποδουλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποδουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδουλώνω

Μετοχή

υποδουλωμένος, -η, -ο

  • που έχει υποδουλωθεί, που βρίσκεται τώρα ή σε κάποια άλλη χρονικη στιγμή σε κατάσταση δουλείας
    υποδουλωμένος λαός
    πολλοί λαοί έζησαν επι αιώνες υποδουλωμένοι σε ξένα κράτη ή σε ξένα οικονομικά συμφέροντα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.