freelance
Αγγλικά (en)
Επίθετο
- εργαζόμενος σε ελεύθερο ωράριο
- αυτόνομος, ανεξάρτητος, που δρα αυτόβουλα μη εξαρτώμενος από άλλους
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
freelance (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κάποιος που δουλεύει ανεξάρτητος και πουλάει τις υπηρεσίες του σε έναν εργοδότη χωρίς μόνιμο συμβόλαιο εργοδοσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.