freelance

Αγγλικά (en)

Επίθετο

  1. εργαζόμενος σε ελεύθερο ωράριο
  2. αυτόνομος, ανεξάρτητος, που δρα αυτόβουλα μη εξαρτώμενος από άλλους

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

freelance < αγγλική freelance

Ουσιαστικό

freelance (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κάποιος που δουλεύει ανεξάρτητος και πουλάει τις υπηρεσίες του σε έναν εργοδότη χωρίς μόνιμο συμβόλαιο εργοδοσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.