-ητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ητα οι -ητες
      γενική της -ητας
    αιτιατική τη(ν) -ητα τις -ητες
     κλητική -ητα -ητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ητα αναλογικά προς την αρχαία αιτιατική -ότητα του -ότης.[1]

Επίθημα

-ητα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ητα στο Βικιλεξικό

και

  • -ότη

Κλιτικός τύπος επιθήματος

-ητα

  1. (για επίθετα)
    1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του -ητος
    2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του -ητος
  2. (για επιρρήματα) από επίθετα σε -ητος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ητα < -ότητα < αρχαία ελληνική -ότης από την αιτιατική -ότητα.[1]

Επίθημα

-ητα θηλυκό

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ητα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.