θεότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεότητα | οι | θεότητες |
| γενική | της | θεότητας | των | θεοτήτων |
| αιτιατική | τη | θεότητα | τις | θεότητες |
| κλητική | θεότητα | θεότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεότης[1] < αρχαία ελληνική θεός < πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
θεότητα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θεός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- θεότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.