αραβόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αραβόφωνος | η | αραβόφωνη | το | αραβόφωνο |
| γενική | του | αραβόφωνου | της | αραβόφωνης | του | αραβόφωνου |
| αιτιατική | τον | αραβόφωνο | την | αραβόφωνη | το | αραβόφωνο |
| κλητική | αραβόφωνε | αραβόφωνη | αραβόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αραβόφωνοι | οι | αραβόφωνες | τα | αραβόφωνα |
| γενική | των | αραβόφωνων | των | αραβόφωνων | των | αραβόφωνων |
| αιτιατική | τους | αραβόφωνους | τις | αραβόφωνες | τα | αραβόφωνα |
| κλητική | αραβόφωνοι | αραβόφωνες | αραβόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βό‐φω‐νος
Συγγενικά
- αραβοφωνία
Πηγές
- αραβόφωνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αραβόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.