αραβόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβόφωνος η αραβόφωνη το αραβόφωνο
      γενική του αραβόφωνου της αραβόφωνης του αραβόφωνου
    αιτιατική τον αραβόφωνο την αραβόφωνη το αραβόφωνο
     κλητική αραβόφωνε αραβόφωνη αραβόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβόφωνοι οι αραβόφωνες τα αραβόφωνα
      γενική των αραβόφωνων των αραβόφωνων των αραβόφωνων
    αιτιατική τους αραβόφωνους τις αραβόφωνες τα αραβόφωνα
     κλητική αραβόφωνοι αραβόφωνες αραβόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραβόφωνος < αραβό- + -φωνος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβόφωνος

Επίθετο

αραβόφωνος, -η, -ο

Συγγενικά

  • αραβοφωνία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.