γαλλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλλόφωνος | η | γαλλόφωνη | το | γαλλόφωνο |
| γενική | του | γαλλόφωνου | της | γαλλόφωνης | του | γαλλόφωνου |
| αιτιατική | τον | γαλλόφωνο | τη | γαλλόφωνη | το | γαλλόφωνο |
| κλητική | γαλλόφωνε | γαλλόφωνη | γαλλόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλλόφωνοι | οι | γαλλόφωνες | τα | γαλλόφωνα |
| γενική | των | γαλλόφωνων | των | γαλλόφωνων | των | γαλλόφωνων |
| αιτιατική | τους | γαλλόφωνους | τις | γαλλόφωνες | τα | γαλλόφωνα |
| κλητική | γαλλόφωνοι | γαλλόφωνες | γαλλόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλλόφωνος < (καθαρεύουσα)< γαλλό- + -φωνος
Επίθετο
γαλλόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γαλλόφωνος
Πηγές
- γαλλόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.