γαλλόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλλόφωνος η γαλλόφωνη το γαλλόφωνο
      γενική του γαλλόφωνου της γαλλόφωνης του γαλλόφωνου
    αιτιατική τον γαλλόφωνο τη γαλλόφωνη το γαλλόφωνο
     κλητική γαλλόφωνε γαλλόφωνη γαλλόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλλόφωνοι οι γαλλόφωνες τα γαλλόφωνα
      γενική των γαλλόφωνων των γαλλόφωνων των γαλλόφωνων
    αιτιατική τους γαλλόφωνους τις γαλλόφωνες τα γαλλόφωνα
     κλητική γαλλόφωνοι γαλλόφωνες γαλλόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλλόφωνος < (καθαρεύουσα)< γαλλό- + -φωνος

Επίθετο

γαλλόφωνος, -η, -ο

  1. που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα γαλλικά
    συγκρίνετε με το γαλλόγλωσσος
  2. που αναφέρεται σε ανθρώπους που μιλούν γαλλικά
    οι γαλλόφωνες περιοχές του Καναδά

Ουσιαστικό

γαλλόφωνος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.