-φυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -φυλακή | οι | -φυλακές |
| γενική | της | -φυλακής | των | -φυλακών |
| αιτιατική | τη(ν) | -φυλακή | τις | -φυλακές |
| κλητική | -φυλακή | -φυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -φυλακή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυλακή < φυλακή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φυ‐λα‐κή
Επίθημα
-φυλακή θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
- υπηρεσία η οποία έχει ως αντικείμενο τη φύλαξη συγκεκριμένου χώρου ή εγκατάστασης
- στρατιωτικό τμήμα που καλύπτει συγκεκριμένο χώρο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακή στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-φυλακή" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -φυλακή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.