-φυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -φυλακή οι -φυλακές
      γενική της -φυλακής των -φυλακών
    αιτιατική τη(ν) -φυλακή τις -φυλακές
     κλητική -φυλακή -φυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-φυλακή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυλακή < φυλακή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.laˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φυλακή

Επίθημα

-φυλακή θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακή στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -φυλακή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.