πολιτοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολιτοφυλακή | οι | πολιτοφυλακές |
| γενική | της | πολιτοφυλακής | των | πολιτοφυλακών |
| αιτιατική | την | πολιτοφυλακή | τις | πολιτοφυλακές |
| κλητική | πολιτοφυλακή | πολιτοφυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πολιτοφυλακή θηλυκό
Συγγενικά
- πολιτοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις πολίτης, πόλη, φύλακας και φυλάττω
Μεταφράσεις
πολιτοφυλακή
- πολιτοφυλακή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολιτοφυλακή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.