πολιτοφυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτοφυλακή οι πολιτοφυλακές
      γενική της πολιτοφυλακής των πολιτοφυλακών
    αιτιατική την πολιτοφυλακή τις πολιτοφυλακές
     κλητική πολιτοφυλακή πολιτοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτοφυλακή < πολίτης + -ο- + φυλακή ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική guardia civica[1] [2]

Ουσιαστικό

πολιτοφυλακή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πολιτοφυλακή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πολιτοφυλακή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.