εθνοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθνοφυλακή | οι | εθνοφυλακές |
| γενική | της | εθνοφυλακής | των | εθνοφυλακών |
| αιτιατική | την | εθνοφυλακή | τις | εθνοφυλακές |
| κλητική | εθνοφυλακή | εθνοφυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.θno.fi.laˈci/
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.