εμπροσθοφυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπροσθοφυλακή οι εμπροσθοφυλακές
      γενική της εμπροσθοφυλακής των εμπροσθοφυλακών
    αιτιατική την εμπροσθοφυλακή τις εμπροσθοφυλακές
     κλητική εμπροσθοφυλακή εμπροσθοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπροσθοφυλακή < έμπροσθεν + φυλακή (για να αποδοθεί ο αντίστοιχος γαλλικός όρος avant-garde) < οἱ ἔμπροσθεν (η εμπροσθοφυλακή στα αρχαία ελληνικά)

Ουσιαστικό

εμπροσθοφυλακή θηλυκό

  1. το προπορευόμενο τμήμα του στρατού, εκείνο που προηγείται διερευνητικά ή για άλλους σκοπούς, κυριολεκτικά στον πόλεμο ή σε παρεμφερείς συνθήκες πιθανής στρατιωτικής αναμέρησης ή και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής
    Η εμπροσθοφυλακή αποκόπηκε και δυστυχώς χάθηκαν όλοι οι άνδρες
    Η εμπροσαθοφυλακή του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο υπήρξε η Τουρκία
    H Κύπρος διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.E.
  2. (μεταφορικά) η πρωτοπορία σε αγωνιστικά και μαχητικά εγχειρήματα
    εμπροσθοφυλακή στο εργατικό κίνημα, στον ξεσηκωμό, στη λαϊκή πάλη
  3. (μεταφορικά) οι οργανωμένες ομάδες που καλλιεργούν το έδαφος για να κερδίσουν έδαφος κάποιες άλλες
    Στην εμπροσθοφυλακή για να περάσουν νέα μέτρα υπέρ της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων βρίσκεται η ηγεσία... (Ριζοσπάστης,4/6/2011)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.