-τραφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τραφής η -τραφής το -τραφές
      γενική του -τραφούς* της -τραφούς του -τραφούς
    αιτιατική τον -τραφή τη(ν) -τραφή το -τραφές
     κλητική -τραφή(ς) -τραφής -τραφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τραφείς οι -τραφείς τα -τραφή
      γενική των -τραφών των -τραφών των -τραφών
    αιτιατική τους -τραφείς τις -τραφείς τα -τραφή
     κλητική -τραφείς -τραφείς -τραφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-τραφής < τρέφω + -ής

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τραφής

Επίθημα

-τραφής, -ής, -ές[1]

Συνώνυμα

  • -θρεμμένος

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. -τραφής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.