όμβριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όμβριος η όμβρια το όμβριο
      γενική του όμβριου της όμβριας του όμβριου
    αιτιατική τον όμβριο την όμβρια το όμβριο
     κλητική όμβριε όμβρια όμβριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όμβριοι οι όμβριες τα όμβρια
      γενική των όμβριων των όμβριων των όμβριων
    αιτιατική τους όμβριους τις όμβριες τα όμβρια
     κλητική όμβριοι όμβριες όμβρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

όμβριος < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος

Επίθετο

όμβριος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τη βροχή ή αναφέρεται σ’ αυτή
    αγωγός ομβρίων υδάτων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.