μαρμαρένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαρμαρένιος | η | μαρμαρένια | το | μαρμαρένιο |
| γενική | του | μαρμαρένιου | της | μαρμαρένιας | του | μαρμαρένιου |
| αιτιατική | τον | μαρμαρένιο | τη | μαρμαρένια | το | μαρμαρένιο |
| κλητική | μαρμαρένιε | μαρμαρένια | μαρμαρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαρμαρένιοι | οι | μαρμαρένιες | τα | μαρμαρένια |
| γενική | των | μαρμαρένιων | των | μαρμαρένιων | των | μαρμαρένιων |
| αιτιατική | τους | μαρμαρένιους | τις | μαρμαρένιες | τα | μαρμαρένια |
| κλητική | μαρμαρένιοι | μαρμαρένιες | μαρμαρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαρμαρένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαρμαρένιος < μάρμαρ(ο) + -ένιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /maɾ.maˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐μα‐ρέ‐νιος
Εκφράσεις
- τα μαρμαρένια αλώνια (όπου πάλεψε ο Διγενής Ακρίτας)
Μεταφράσεις
μαρμαρένιος
|
→ δείτε τη λέξη μαρμάρινος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.