πέτρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πέτρινος | η | πέτρινη | το | πέτρινο |
| γενική | του | πέτρινου | της | πέτρινης | του | πέτρινου |
| αιτιατική | τον | πέτρινο | την | πέτρινη | το | πέτρινο |
| κλητική | πέτρινε | πέτρινη | πέτρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πέτρινοι | οι | πέτρινες | τα | πέτρινα |
| γενική | των | πέτρινων | των | πέτρινων | των | πέτρινων |
| αιτιατική | τους | πέτρινους | τις | πέτρινες | τα | πέτρινα |
| κλητική | πέτρινοι | πέτρινες | πέτρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πέτρινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέτρινος (βραχώδης) κατά τη σημασία του πέτρ(α) [1] + -ινος
Επίθετο
πέτρινος, -η, -ο
- που είναι κατασκευασμένος από πέτρα
- (μεταφορικά) πολύ σκληρός συναισθηματικά
Σημειώσεις
- Για την προϊστορική εποχή των πέτρινων ή λίθινων εργαλείων, χρησιμοποιοιούμε μόνον τον όρο λίθινος
- Στα αρχαία ελληνικά: λίθινος
Αναφορές
- πέτρινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| πετρῐννο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | πέτρινος | ἡ | πετρίνη | τὸ | πέτρινον | |
| γενική | τοῦ | πετρίνου | τῆς | πετρίνης | τοῦ | πετρίνου | |
| δοτική | τῷ | πετρίνῳ | τῇ | πετρίνῃ | τῷ | πετρίνῳ | |
| αιτιατική | τὸν | πέτρινον | τὴν | πετρίνην | τὸ | πέτρινον | |
| κλητική ὦ! | πέτρινε | πετρίνη | πέτρινον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | πέτρινοι | αἱ | πέτριναι | τὰ | πέτρινᾰ | |
| γενική | τῶν | πετρίνων | τῶν | πετρίνων | τῶν | πετρίνων | |
| δοτική | τοῖς | πετρίνοις | ταῖς | πετρίναις | τοῖς | πετρίνοις | |
| αιτιατική | τοὺς | πετρίνους | τὰς | πετρίνᾱς | τὰ | πέτρινᾰ | |
| κλητική ὦ! | πέτρινοι | πέτριναι | πέτρινᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πετρίνω | τὼ | πετρίνᾱ | τὼ | πετρίνω | |
| γεν-δοτ | τοῖν | πετρίνοιν | τοῖν | πετρίναιν | τοῖν | πετρίνοιν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέτρα
Σημειώσεις
- για το νεοελληνικό πέτρινος, δείτε αρχαία ελληνική λίθινος
Πηγές
- πέτρινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέτρινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
