κέδρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κέδρινος | η | κέδρινη | το | κέδρινο |
| γενική | του | κέδρινου | της | κέδρινης | του | κέδρινου |
| αιτιατική | τον | κέδρινο | την | κέδρινη | το | κέδρινο |
| κλητική | κέδρινε | κέδρινη | κέδρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κέδρινοι | οι | κέδρινες | τα | κέδρινα |
| γενική | των | κέδρινων | των | κέδρινων | των | κέδρινων |
| αιτιατική | τους | κέδρινους | τις | κέδρινες | τα | κέδρινα |
| κλητική | κέδρινοι | κέδρινες | κέδρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κέδρινος < αρχαία ελληνική κέδρινος < κέδρος
Επίθετο
κέδρινος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κέδρος
Μεταφράσεις
κέδρινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.