-δρομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -δρομία | οι | -δρομίες |
| γενική | της | -δρομίας | των | -δρομιών |
| αιτιατική | τη(ν) | -δρομία | τις | -δρομίες |
| κλητική | -δρομία | -δρομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -δρομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δρομία < δρόμ(ος) + -ία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -δρο‐μί‐α
Επίθημα
-δρομία θηλυκό δεύτερο συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά
- (αθλητισμός) που σημαίνουν άθλημα στο οποίο υπάρχει κίνηση κάποιου μέσου ή με κάποιο όχημα ή με τον τρόπο που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- (άρμα), άρματ(ος) + -ο- -δρομία > αρματοδρομία
Παράγωγα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δρομία στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
Αναφορές
- "-δρομία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -δρομίᾱ | αἱ | -δρομίαι |
| γενική | τῆς | -δρομίᾱς | τῶν | -δρομιῶν |
| δοτική | τῇ | -δρομίᾳ | ταῖς | -δρομίαις |
| αιτιατική | τὴν | -δρομίᾱν | τὰς | -δρομίᾱς |
| κλητική ὦ! | -δρομίᾱ | -δρομίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -δρομίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -δρομίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Παράγωγα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρομία στο Βικιλεξικό
- ἁρματοδρομία
- διαυλοδρομία
- ἐναντιοδρομία
- ἐπιδρομία
- εὐδρομία
- ἱπποδρομία
- ἰθυδρομία
- κακοδρομία
- κυνοδρομία
- λαμπαδηδρομία
- λαμπαδοδρομία
- νυκτοδρομία
- ὁμοδρομία
- ὀρειδρομία
- παλινδρομία
- σχοινοδρομία
- ταχυδρομία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.