αρματοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρματοδρομία | οι | αρματοδρομίες |
| γενική | της | αρματοδρομίας | των | αρματοδρομιών |
| αιτιατική | την | αρματοδρομία | τις | αρματοδρομίες |
| κλητική | αρματοδρομία | αρματοδρομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρματοδρομία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁρματοδρομία. Συγχρονικά αναλύεται σε άρματ(ος) + -ο- + -δρομία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ma.to.ðɾoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μα‐το‐δρο‐μί‐α
Ουσιαστικό
αρματοδρομία θηλυκό
- (αθλητισμός) αρχαίο άθλημα αγώνα δρόμου με άρματα
Συγγενικά
- αρματοδρόμος
- και → δείτε τις λέξεις άρμα και δρόμος
Μεταφράσεις
αρματοδρομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.