φρενίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρενίτιδα | οι | φρενίτιδες |
| γενική | της | φρενίτιδας | των | φρενίτιδων |
| αιτιατική | τη | φρενίτιδα | τις | φρενίτιδες |
| κλητική | φρενίτιδα | φρενίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φρενίτιδα θηλυκό
- μεγάλος ενθουσιασμός, έντονα συναισθήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.