Ἑλληνίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἑλληνίς αἱ Ἑλληνίδες
      γενική τῆς Ἑλληνίδος τῶν Ἑλληνίδων
      δοτική τῇ Ἑλληνίδ ταῖς Ἑλληνίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἑλληνίδ τὰς Ἑλληνίδᾰς
     κλητική ! Ἑλληνίς* Ἑλληνίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἑλληνίδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἑλληνίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἑλληνίς: ως επίθετο και ουσιαστικοποιημένο: εννοείται το ουσιαστικό γυνή, γῆ, ναῦς ή διάλεκτος, γλῶττα

Ουσιαστικό

Ἑλληνίς, -ίδος θηλυκό & ως επίθετο μονογενές μονοκατάληκτο

  1. (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ἑλλήνιος, η Ελληνίδα ( δείτε και Ἕλλην)
  2. (και σε επιθετική λειτουργία) η ελληνική

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.