Περσείδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Περσείδης οι Περσείδες
      γενική του Περσείδη των Περσειδών
    αιτιατική τον Περσείδη τους Περσείδες
     κλητική Περσείδη Περσείδες
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Περσείδες < αρχαία ελληνική Περσεῖδαι, πληθυντικός αριθμός του Περσείδης < Περσεύς
Πεφταστέρια το 2007.

Κύριο όνομα

Περσείδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (ο διάττοντας αστέρας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.