ὕδρωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὕδρωψ | οἱ | ὕδρωπες |
| γενική | τοῦ | ὕδρωπος | τῶν | ὑδρώπων |
| δοτική | τῷ | ὕδρωπῐ | τοῖς | ὕδρωψῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ὕδρωπᾰ | τοὺς | ὕδρωπᾰς |
| κλητική ὦ! | ὕδρωψ | ὕδρωπες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕδρωπε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑδρώποιν | ||
| Στον Ιπποκράτη, και θηλυκό. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὕδρωψ αρσενικό
- (ιατρική) υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα
- (ιατρική, στον Ιπποκράτη, και θηλυκό) υδρωπικός, οιδηματώδης, κάποιος ο οποίος πάσχει από υδρωπικία
- ≈ συνώνυμα: ὑδρωποειδής
Πηγές
- ὕδρωψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕδρωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.