ὕδρωψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕδρωψ οἱ ὕδρωπες
      γενική τοῦ ὕδρωπος τῶν ὑδρώπων
      δοτική τῷ ὕδρωπ τοῖς ὕδρωψ(ν)
    αιτιατική τὸν ὕδρωπ τοὺς ὕδρωπᾰς
     κλητική ! ὕδρωψ ὕδρωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕδρωπε
γεν-δοτ τοῖν  ὑδρώποιν
Στον Ιπποκράτη, και θηλυκό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕδρωψ < ὕδωρ + ὄψ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ὕδρωψ αρσενικό

  1. (ιατρική) υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα
  2. (ιατρική, στον Ιπποκράτη, και θηλυκό) υδρωπικός, οιδηματώδης, κάποιος ο οποίος πάσχει από υδρωπικία
     συνώνυμα: ὑδρωποειδής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.