water
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈwɔ.tə(ɹ)
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
water
waters
water
(en)
νερό
(
οικείο
)
τα
ούρα
Ρήμα
ενεστώτας
water
γ΄
ενικό
ενεστώτα
waters
αόριστος
watered
παθητική μετοχή
watered
ενεργητική
μετοχή
watering
water
(en)
ποτίζω
(φυτά ή ζώα)
κάνω το
νερό
μου,
ουρώ
αραιώνω
με νερό ένα οινοπνευματώδες ποτό
Ολλανδικά
(nl)
Ουσιαστικό
water
(nl)
νερό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.