ὑπέρθεσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπέρθεσῐς αἱ ὑπερθέσεις
      γενική τῆς ὑπερθέσεως τῶν ὑπερθέσεων
      δοτική τῇ ὑπερθέσει ταῖς ὑπερθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὑπέρθεσῐν τὰς ὑπερθέσεις
     κλητική ! ὑπέρθεσῐ ὑπερθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπερθέσει
γεν-δοτ τοῖν  ὑπερθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑπέρθεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὑπερτίθημι. Μορφολογικά, ὑπερ- + θέσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: υπέρθεση

Ουσιαστικό

ὑπέρθεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθέτηση από πάνω, υπέρθεση
    έκφραση: καθʼ ὑπέρθεσιν (σε αύξουσα κλίμακα)
  2. υπερβολή
  3. αναβολή
  4. (γραμματική)
    1. μετατροπή (λέξεων)
    2. συνώνυμο του ὑπερθετικός (βαθμός)

  • και στην καθαρεύουσα ὑπέρθεσις: υπερβολή, με υπερθετική σημασία
      18ος/19ος αιώνας Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, Τόμος 2, Εν Παρισίοις, 1829 @books.google [το ⟨ϛ⟩: ⟨στ⟩ - γλώσσα: καθαρεύουσα]
    Χαρά θεοῦ! ἀποκρίνεται ὁ ἐρωτώμενος περὶ τῆς καταϛάσεως τοῦ ἀέρος, ἐὰν εὐδιάζεται ἀπὸ λαμπρὸν ἥλιον, τὸ ὁποῖον ἀναλύεται εἰς τὸ, Κατάϛασις προξενοῦσα μεγίϛην ἡδονὴν καὶ χαρὰν, παρόμοιον σχεδὸν τοῦ Γαλλικοῦ, c'est une bénédiction. Καὶ ταύτην τὴν ὑπέρθεσιν τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὸ ὄνομα Θεός.

Συγγενικά

  • ὑπερθεσία
  • ὑπερθετέον

 και δείτε τις λέξεις ὑπερτίθημι, ὑπέρ και τίθημι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.