est
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ɛst
/
Ουσιαστικό
est
(fr)
αρσενικό
άκλιτο
η
ανατολή
Ρηματικός τύπος
est
(fr)
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
être
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
est
(it)
η
ανατολή
Λατινικά
(la)
Ρηματικός τύπος
est
(la)
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
sum
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.