ὄρνεον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὄρνεον | τὰ | ὄρνεᾰ |
| γενική | τοῦ | ὀρνέου | τῶν | ὀρνέων |
| δοτική | τῷ | ὀρνέῳ | τοῖς | ὀρνέοις |
| αιτιατική | τὸ | ὄρνεον | τὰ | ὄρνεᾰ |
| κλητική ὦ! | ὄρνεον | ὄρνεᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρνέω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀρνέοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ὄρνεον ουδέτερο
- (πτηνά) πουλί
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας ἐγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
- → δείτε τον πληθυντικό: τὰ ὄρνεα: αγορά πουλιών
Απόγονοι
ὄρνεον (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνεον
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ὄρνιο(ν)
- ⇘ καθαρεύουσα: ὄρνεον
Πηγές
- ὄρνεον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρνεον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.