όρνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όρνιο τα όρνια
      γενική του όρνιου των όρνιων
    αιτιατική το όρνιο τα όρνια
     κλητική όρνιο όρνια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όρνιο < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ὄρνεον (πουλί) με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας [eo][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂oren / *h₃eren (αετός, μεγάλο πουλί) Συγκρίνετε με το όρνεο.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈoɾ.ɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όρνιο

Ουσιαστικό

όρνιο ουδέτερο

  1. (πτηνό) μεγάλο ημερόβιο αρπακτικό πουλί Gyps fulvus
    Υπερώνυμα: γύπας
  2. (γενικότερα, ορνιθολογία) αρπακτικό πτηνό
  3. (υβριστικό, μειωτικό) χαρακτηρισμός βλάκα, ανόητου ή απρόσεχτου ανθρώπου

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.