κώνωψ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κώνωψ | οι | κώνωπες |
| γενική | του | κώνωπος | των | κωνώπων |
| αιτιατική | τον | κώνωπα | τους | κώνωπας |
| κλητική | κώνωψ | κώνωπες | ||
| Δείτε την αρχαία κλίση στο κώνωψ. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κώνωψ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώνωψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κωνωπ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κώνωψ | οἱ | κώνωπες | |
| γενική | τοῦ | κώνωπος | τῶν | κωνώπων | |
| δοτική | τῷ | κώνωπῐ | τοῖς | κώνωψῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | κώνωπᾰ | τοὺς | κώνωπᾰς | |
| κλητική ὦ! | κώνωψ | κώνωπες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κώνωπε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κωνώποιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κώνωψ < αβέβαιης ετυμολογίας Οι ετυμολογικές προτάσεις περιλαμβάνουν
- δάνειο με (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης αρχή από τα αιγυπτιακά με επίδραση του κῶνος[1]
- σύνδεση με το τοπωνύμιο Κάνωπος (πόλη της Αιγύπτου) (δείτε το υποκοριστικό κωνώπιον) [1]
- πιθανή σύνδεση του -ωπ- με προελληνική αρχή [2]
- (όχι πιθανό) σύνδεση με το ὤψ (ὄψ)
Ουσιαστικό
κώνωψ αρσενικό
- (έντομο) κουνούπι
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας ἐγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
Αναφορές
- «κουνούπι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κώνωψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κώνωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.