όρνεο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όρνεο τα όρνεα
      γενική του όρνεου
& ορνέου
των όρνεων
& ορνέων
    αιτιατική το όρνεο τα όρνεα
     κλητική όρνεο όρνεα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όρνεο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄρνεον. Συγκρίνετε με το όρνιο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈoɾ.ne.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όρνεο

Ουσιαστικό

όρνεο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.