καθοράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
καθοράω
- (αμετάβατο) κοιτάζω προς τα κάτω
- (μεταβατικό) βλέπω από ψηλά
- (μεταβατικό) βλέπω καθαρά, διακρίνω
- (μεταβατικό) παρατηρώ
Αναφορές
- καθοράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθοράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.