προφύλαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προφύλαξη | οι | προφυλάξεις |
| γενική | της | προφύλαξης* | των | προφυλάξεων |
| αιτιατική | την | προφύλαξη | τις | προφυλάξεις |
| κλητική | προφύλαξη | προφυλάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προφυλάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προφύλαξη < προφύλαξις < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω
Ουσιαστικό
προφύλαξη θηλυκό
- η μέριμνα, η φροντίδα, η λήψη μέτρων για προστασία προτού συμβεί κάτι, προληπτικά
- Οι ηλικιωμένοι χρειάζονται προφύλαξη από το κρύο, γιατί τυχόν πνευμονία μπορεί να αποβεί μοιραία
- ο πρόχειρος τρόπος αναφοράς στα μέτρα αυτά καθαυτά που παίρνει κάποιος για να προφυλαχθεί
- μέσα αντισύλληψης και προστασίας από μολύνσεις κατά την συνουσία
- Πρέπει να παίρνεις προφυλάξεις παιδί μου όταν κάνεις σεξ
Μεταφράσεις
προφύλαξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.