ὅραμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὅραμᾰ τὰ ὁράμᾰτ
      γενική τοῦ ὁράμᾰτος τῶν ὁραμᾰ́των
      δοτική τῷ ὁράμᾰτ τοῖς ὁράμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὅραμᾰ τὰ ὁράμᾰτ
     κλητική ! ὅραμᾰ ὁράμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁράμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὁραμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὅραμα < ὁράω + -μα

Ουσιαστικό

ὅραμα ουδέτερο

  1. ό,τι βλέπουμε με τα μάτια
  2. θεϊκή εμφάνιση σε ορατή μορφή
  3. ό,τι βλέπουμε στον ύπνο μας ή όταν είμαστε σε έκσταση
     συνώνυμα: ὀπτασία
  4. αντικείμενο σκέψης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.